- μιαρως
- μιαρῶςпреступно
εὖ καὴ μ. Arph. — правдами и неправдами
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὖ καὴ μ. Arph. — правдами и неправдами
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μιαρῶς — μιαρός stained adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek